- σάγων
- σάγοςcoarse cloakmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαγοπώλης — ὁ, Α πωλητής σάγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος + πώλης*] … Dictionary of Greek
Νιμπελούνγκεν — (Nibelungen). Ονομασία φυλής νάνων της βόρειας Ευρώπης, που δόθηκε έπειτα στους πολεμιστές του Ζίγκφριντ, όταν αυτός κατέκτησε το θησαυρό τους, και μετά τον θάνατό του στο γένος του Βορμς (Βουργουνδούς), τα κατορθώματα των οποίων περιγράφει το… … Dictionary of Greek
Ντουν, Όλαφ — (Olav Duun, Φόσνες, Νορντ Τρέντελαγκ 1876 – Τένσμπεργκ, Βέστφολντ 1939). Νορβηγός συγγραφέας. Γιος χωρικών, ήταν και ο ίδιος αγρότης και ψαράς έως το 1904, οπότε έγινε δάσκαλος. Η σκληρή ζωή πλάι στη γη και στα λαϊκά έθιμα του πρόσφεραν το υλικό… … Dictionary of Greek